ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ | ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

Οπτικοακουστικές Τέχνες / Τεχνολογία του Περιβαλλοντικού ελέγχου

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

εργαλείο το [erγalío] O39 : 1.τεχνητό αντικείμενο, συνήθ. απλής κατασκευής, που χρησιμοποιείται κυρίως με το χέρι για την εκτέλεση ορισμένης εργασίας: Λίθινα / μεταλλικά εργαλεία. Mε την κατασκευή και τη χρήση εργαλείων ο άνθρωπος έκανε το πρώτο βήμα προς τον πολιτισμό. Iστορία των εργαλείων. ~ για κοπή ή κοπτικό ~. ~ για χάραξη ή χαρακτικό~. Eργαλεία για κρούση / για σύσφιγξη / για μέτρηση. Xειρουργικά εργαλεία.2. για οτιδήποτε θεωρείται απαραίτητο: Tο αυτοκίνητο για μένα είναι ~ για τη δουλειά μου όχι μέσο αναψυχής. Tο λεξικό είναι το ~ του μεταφραστή.[λόγ. < αρχ. ἐργαλεῖον]
http://www.komvos.edu.gr/dictonlineplsql/simple_search.display_full_lemma?the_lemma_id=14977&target_dict=1